- στεγνός
- -ή, -ό / στεγνός, -ή, -όν, ΝΜΑνεοελλ.1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι»)2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος»)β) ανιαρός (α. «στεγνό ύφος» β. «στεγνός συγγραφέας»)γ) αυτός που δεν έχει χρήματα («είμαι στεγνός, δεν έχω φράγκο»)δ) αυτός που δεν έχει πιει κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες3. φρ. α) «στεγνά χείλη» — χείλη ξερά από τη δίψα ή από πυρετόβ) «στεγνά μάτια» — μάτια χωρίς δάκρυαγ) «στεγνό φίλτρο»τεχνολ. φίλτρο καθαρισμού τού αέρα εσωτερικών χώρων(μσν.-αρχ) στεγανός, αδιάβροχος («οἰκήματα στεγνὰ πρὸς ὕδωρ καὶ πρὸς χιόνα», Ιπποκρ.)αρχ.1. δυσκοίλιος, αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα («τὰ στεγνὰ περὶ τὴν κύστιν πάθη», Διοσκ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεγνόνστεγασμένο οίκημα4. φρ. «στεγνὰ πτερά» — μεμβρανώδη φτερά σαν τής νυχτερίδας.επίρρ...στεγνά Ν1. χωρίς νερό ή χωρίς υγρασία2. μτφ. χωρίς ικμάδα, αχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- τού στέγω* + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].
Dictionary of Greek. 2013.